- λιθίαση
- ηο παθολογικός σχηματισμός λίθων μέσα σε διάφορα όργανα του σώματος: Λιθίαση της χολής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιθίαση — η (AM λιθίασις, εως Α ιων. γεν. ιος) [λιθιώ] νεοελλ. ιατρ. ο σχηματισμός λίθων σε διάφορα κοίλα όργανα τού σώματος μσν. αρχ. νόσος τής ουροδόχου κύστεως κατά την οποία σχηματίζεται πέτρα, με αποτέλεσμα την παρακώλυση τής έκκρισης ούρων αρχ.… … Dictionary of Greek
αιματουρία — Η παρουσία αίματος στα ούρα. Αποτελεί σημαντικό εύρημα και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη ή φλεγμονή του ουροποιητικού συστήματος ή σε γενική νόσο. Εάν το αίμα εμφανίζεται μόνο στην αρχή της ούρησης συνήθως προέρχεται από την πρόσθια μοίρα της… … Dictionary of Greek
λιθιασικός — ή, ό [λιθίαση] ιατρ. 1. σχετικός με τη λιθίαση («λιθιασική χολοκυστίτιδα») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λιθίαση 3. φρ. «λιθιασική διάθεση» η τάση τού οργανισμού να σχηματίζει συγκρίματα, δηλαδή λίθους, σε διάφορα κοίλα όργανα … Dictionary of Greek
ουρολιθίαση — η λιθίαση τών απαγωγών ουροφόρων οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. urolithiasis (< ούρο + λιθίαση). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
-ίαση — (ΑΜ ίασις) κατάλ. πολλών θηλ. ουσ. τής Ελληνικής που αποτελεί επηυξημένη μορφή τής κατάλ. σιc και προήλθε με απόσπαση τού ια τών ρ. σε ιάω, ιώ πρβλ. βουλιμ ία σις < βουλιμ ιά ω, ιώ, δειλ ία σις < δειλ ιά ω, ιώ, μειδ ία σις < μειδ ιά ω,… … Dictionary of Greek
άλιθος — ἄλιθος, ον (Α) [λίθος] 1. (για εδάφη, γαίες) ο μη πετρώδης 2. αυτός που δεν περιέχει πέτρες 3. (για κοσμήματα) που δεν είναι ποικιλμένος με πολύτιμους λίθους 4. που δεν πάσχει από λιθίαση … Dictionary of Greek
αρθρίτιδα — Φλεγμονή, οξεία ή χρόνια, ολόκληρης της άρθρωσης ή τμημάτων της, που μερικές φορές συνοδεύεται από ενδοαρθρικό εξίδρωμα ορώδες ή ακόμα και πυώδες· ανάλογα με την περίπτωση, μπορεί να την προκαλέσουν βακτηρίδια, ιοί, αλλεργίες, διαταραχές του… … Dictionary of Greek
διάθεση — Τοποθέτηση, διάταξη στον χώρο· παραχώρηση του δικαιώματος χρήσης· η ψυχική κατάσταση, η επιθυμία, η προθυμία· η κληρονομική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων. (Ιατρ.) Όρος που χαρακτηρίζει την τάση ενός οργανισμού να αντιδρά σε ορισμένα παθογόνα… … Dictionary of Greek
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
λιθίς — λιθίς, ίδος, ἡ (Α) [λίθος] η λιθίαση … Dictionary of Greek